- ἥπατος
- ἥπατος, ὁ, Leberfisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ήπατος — ἥπατος, ό (Α) ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το ήπαρ έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. είναι αιγυπτιακής προέλευσης] … Dictionary of Greek
ἥπατος — masc nom sg ἧπαρ liver neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπάτοιν — ἥπατος masc gen/dat dual ἧπαρ liver neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπάτου — ἥπατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπάτους — ἥπατος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπάτων — ἥπατος masc gen pl ἧπαρ liver neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπάτῳ — ἥπατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥπατε — ἥπατος masc voc sg ἧπαρ liver neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥπατοι — ἥπατος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥπατον — ἥπατος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… … Dictionary of Greek